- ἀχειροτόνητος
- ἀ-χειρο-τόνητος, nicht (durch Handaufheben) erwählt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀχειροτόνητος — not elected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειροτόνητος — η, ο 1. αυτός που δεν έγινε κληρικός ή καλόγερος: Έμενε στο μοναστήρι, αλλά ήταν ακόμη αχειροτόνητος σε μοναχό. 2. αυτός που δεν ξυλοκοπήθηκε: Τα παλαιότερα χρόνια κανένας μαθητής, στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, δεν έμενε αχειροτόνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχειροτόνητος — η, ο (AM ἀχειροτόνητος, ον) μσν. νεοελλ. (για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού 2. (για… … Dictionary of Greek
ἀχειροτόνητον — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem acc sg ἀχειροτόνητος not elected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροτονήτοις — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροτόνητοι — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)